- γειομόρος
- γειομόρος, ο (Α)1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -μορος < μείρομαι «μετέχω σε κάτι, παίρνω το μερίδιο που μου ανήκει, διαιρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.